- σοφώταται
- σοφόςskilled in any handicraftfem nom/voc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek
σοφώταθ' — σοφώτατα , σοφός skilled in any handicraft adverbial superl σοφώτατα , σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc superl pl σοφώτατε , σοφός skilled in any handicraft masc voc superl sg σοφώταται , σοφός skilled in any handicraft fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφώτατ' — σοφώτατα , σοφός skilled in any handicraft adverbial superl σοφώτατα , σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc superl pl σοφώτατε , σοφός skilled in any handicraft masc voc superl sg σοφώταται , σοφός skilled in any handicraft fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)